ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ για όλες τις αγορές άνω των 30,00 € εντός Ελλάδος

Η Μαρίνα Παπαγεωργίου στο Σαλόνι του BookSitting

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου, https://booksitting.gr

Η Μαρίνα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η επαγγελματική διαδρομή της ξεκίνησε από τη μετάφραση και συνεχίστηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή».  Από το 1996 εργάζεται στο αεροδρόμιο της Αθήνας, όπου είναι υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα, ενώ κείμενά της δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά μέσα. Το μυθιστόρημα Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις (εκδ. Κάκτος) είναι το δεύτερο βιβλίο της, μετά τη συλλογή διηγημάτων Γλυκιά Πενικιλίνη που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Ιωλκός.

«Ένας καλός τίτλος είναι σαν μια ωραία πρόσκληση», λέτε κάπου στο βιβλίο σας, το δεύτερο που έχετε γράψει μέχρι στιγμής. Και ο δικός σας, άκρως «πιασιάρικος» τίτλος, «Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις», πώς προέκυψε;

Γράφοντας. Είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να ονομάζεται, ας πούμε, «Οδός Μ.». Πέρα από το γεωγραφικό στίγμα και το πεδίο δράσης, ο τίτλος αυτός θα είχε και πάλι έναν κρυφό συμβολισμό προς ανακάλυψη. Το Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις προέκυψε γράφοντας κι έχει ένα ακόμη πιο «κρυφό» περιεχόμενο μεταξύ άλλων «μυστικών» που θα ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ας μείνουμε, προς το παρόν, στο ότι αντανακλά την ήρεμη δύναμη και, ταυτόχρονα, την υπερχειλίζουσα ενέργεια.

«Όποιας λογής ρολόι κι αν φοράει κανείς, σημασία έχει να ζεις με δύναμη κάθε στιγμή που γράφουν οι λεπτοδείκτες. Η αυτολύπηση είναι ανώφελη και είναι ντροπή. Δεν υπάρχει ζωή χαρισάμενη για κανέναν», σχολιάζει η Θάλεια, η αφηγήτρια. Όμως όσο σωστό κι αν ακούγεται αυτό, δεν είναι λιγάκι ουτοπικό; Αποτέλεσμα ψυχανάλυσης ίσως;

Δεν υπάρχει ζωή «αδιάβροχη» σε όλο το μήκος της διαδρομής της, πράγματι. Οι στιγμές -έστω και οι μικροσκοπικές- είναι πολύτιμες κι είναι κρίμα να τις προσπερνούμε χωρίς να νιώθουμε το ειδικό βάρος τους. Της Θάλειας, πάντως, της «το λέει η ψυχούλα της», να πάψει να λιμνάζει στην αυτολύπηση και να κουρδίσει το ρολόι της, ώστε να μην χάνει λεπτό.

Αν θα θέλαμε να «κάνουμε εικόνα», όπως λέμε, την ντροπή που αναφέρει η Θάλεια, έρχεται στο μυαλό μια «νεόδμητη» παρέα, όπου κάποιοι ανταγωνίζονται για την πρωτιά «εγώ να δεις τι περνάω» κι υπάρχει και κάποιος που δεν λέει τίποτα. Εκείνος που έχει περάσει τα ανείπωτα. Δεν είναι κι αυτή μια μικρή ντροπιαστική στιγμή αυτοκριτικής;

Την κάνει την αυτο-ψυχανάλυσή της η Θάλεια και ψάχνει εντός της την ενέργεια που θα την σπρώχνει να βγαίνει στην επιφάνεια μετά από κάθε βύθισμα.

«Οι οικογένειες με διαφορετικές πολιτικές απόψεις μπορούν να ζουν ειρηνικά και με χιούμορ. Αυτό το τελευταίο σώζει ζωές», διαβάζουμε. Τελικά, το τελευταίο, το όποιο δηλαδή χιούμορ διαθέτει κανείς, είναι το μόνο αντίδοτο σε αυτές τις διαχρονικές, τις τόσο αναχρονιστικές, πλην όμως κλασικές μέσα στις φαμίλιες, διενέξεις;

Δεν είναι το μόνο αντίδοτο, είναι όμως πανίσχυρο. Αν κάποιος δεν διαθέτει αρκετό «στοκ» από αυτό, είναι νομίζω μια καλή ιδέα να ψελλίζει μέσα του «πιες το τσάι σου» απέναντι σε όποιον δεν λέει να χαλιναγωγήσει την -μίνι ή μάξι- τοξικότητά του. Καμιά φορά οι άνθρωποι λαμβάνουν καλύτερα το μήνυμα, όταν έχουν απέναντί τους τη σιωπή και την ψυχραιμία μας. Το χιούμορ, όμως, είναι εξαιρετικά καταλυτικό και εξόχως θεραπευτικό.

«Κάθε σπιτικό έχει ένα καλό μαχαιράκι στην κουζίνα του. Κι αυτό το μαχαιράκι είναι ανθεκτικό και το χειρίζεται πάντα ένας». Και ποιος είναι αυτός ο ένας, κυρία Παπαγεωργίου; Και οι υπόλοιποι τι κάνουν με τα άλλα μαχαίρια τα ακόνιστα, τα «ασφαλή»; Ο ρόλος τους είναι πάντα δεύτερος;

Να θυμίσω πως βρισκόμαστε «στην κουζίνα» της Θάλειας. Η Θάλεια το συνηθίζει να «μαγειρεύει» τις σκέψεις της, αναμειγνύοντας τα ελαφριά υλικά με τα βαριά. Παρατηρεί στα σπιτικά των άλλων πως το «καλό μαχαιράκι» το χειρίζεται πάντα ένα πρόσωπο –στην εποχή που αφηγείται, είναι συνήθως μια γυναίκα, η νοικοκυρά, η μάνα ή η γιαγιά του σπιτιού- και το μαχαιράκι είναι φροντίδα κι είναι στα χέρια που κάνουν τον κόπο να καθαρίζουν τα φασολάκια, τα ψάρια και τα φρούτα, για να τα έχει «στο πιάτο» η οικογένεια. Οι επόμενοι σταδιακά παίρνουν στα χέρια τους τη σκυτάλη και το μαχαιράκι. Δυστυχώς, στην περίπτωση της Θάλειας, το μαχαιράκι αποκτά συμβολική έννοια, μέσα από μια τραγική αντίφαση. Το κρατάει ένας διόλου πατρικός πατέρας, μόνο και μόνο για να χειρίζεται τα παιδιά του. Στην περίπτωση των άλλων, η κουζίνα και το μαχαιράκι της συμβολίζουν την οικογένεια. Στο δικό της σπίτι, το μαχαίρι κόβει δεσμούς και ρίζες κι ευνουχίζει προσωπικότητες, αφήνοντάς τις όχι σε δεύτερο ρόλο, αλλά σε ρόλο μηδενικό.

Μιλώντας για ρόλους, «οι συγγενείς δευτέρου βαθμού, οι αορίστου ξεχασμένου χρόνου, κάποιες φορές αποδεικνύονται απρόβλεπτοι και συναρπαστικοί. Όπως οι τρίτοι ρόλοι στο θέατρο […] χωρίς αυτό δεν προχωράει τίποτα«. Εσείς πάντως μου δίνετε τη εντύπωση πως αυτούς τους πιο χαμηλού προφίλ «ηθοποιούς» προτιμάτε… Σίγουρα όχι τους πρωταγωνιστές;

Χωρίς πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές προφανώς δεν υπάρχουν. Όσο κι αν αγαπώ τους πρωταγωνιστές, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στο θέατρο, βρίσκω συναρπαστικούς κάποιους δεύτερους ή τρίτους ρόλους. Πλάθονται για κάποιο λόγο και συχνά λειτουργούν καταλυτικά. Κάτι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και με το σύντομο -έστω και άτονο- ή με το τοξικό και αντιπαθητικό μικρό πέρασμά τους από τη σκηνή, επηρεάζουν τη διαδρομή των προσώπων που κρατούν τους πρώτους ρόλους και τα φώτα επάνω τους. Και στο μυθιστόρημα και στο θέατρο και στη ζωή, είναι αλήθεια πως τους ανθρώπους που δεν χρειάζονται τις κραυγές και επιδρούν με ηρεμία, τους θαυμάζω ιδιαίτερα.

«Την Λίλη την έβγαλαν βόλτα στο Πεδίον του Άρεως με ένα λουρί. Με ένα απαίσιο λουρί.[…] Άφησαν ωστόσο να φορέσει στη Λίλη το λουρί ο πατέρας μου. Ο «καλός γείτονας» κ Κ. ‘Εκανε τον καλό σε όλους τους ξένους. Ο πατέρας μου έφτιαχνε τα «γλυκά μάτια». Εκμεταλλευόταν τα μάτια του με ένα γελοίο τρόπο πριν βγει έξω σαν «καλός άνθρωπος»». Η πρόσφατη ειδησεογραφία βρίθει τέτοιων αγαθών γειτόνων δεν συμφωνείτε; Που το περιβάλλον τους τα χάνει όταν μαθαίνει τα αποτρόπαιά τους εγκλήματα.

Γράφοντας και πλάθοντας τη Λίλη και τον κακό γείτονα, είχα στο μυαλό μου τους φοβερούς εκείνους ανθρώπους που κανείς δεν φαντάζεται τι υπάρχει κάτω από την επιφάνειά τους, που κρύβονται πίσω από ένα προσωπείο, κλειδωμένοι εκεί με τρομακτικό κοντρόλ για μια ολόκληρη ζωή. Κι ενώ εγώ έπλαθα χαρακτήρες, τόση κι άλλη τόση φρίκη έμελλε να βγει στην επιφάνεια «στη γειτονιά μας». Δεν γράφω βάσει της τρέχουσας ειδησεογραφίας – κι όμως, στη μυθοπλασία, η ζωή και οι κύκλοι που διαγράφει, μας προλαβαίνουν και μας αφήνουν άναυδους, όπως και η σιωπή της γειτονιάς. Ίσως και στην ιστορία των γειτόνων του βιβλίου υπάρχει μια σιωπή που δεν ομολογείται. Όμως, η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, αφηγήτρια είναι η Θάλεια και λέει μόνο όσα θέλει η ίδια να πει ή να υπαινιχθεί. Ένα πλάσμα με τραύματα που θέλει να τα αφήσει πίσω του, νομίζω πως έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό. Σε μια τριτοπρόσωπη εκδοχή, θα βλέπαμε ίσως περισσότερα με την πρώτη ματιά.

«Φαίνεται πως κάθε οικογένεια είχε νεραΐδες και μάγους. Εκτός από τη δική μου», λέει κάπου αλλού η δική σας πρωταγωνίστρια. Και αν όμως και άλλες Θάλειες σε αυτόν τον κόσμο δεν έχουν την τύχη να έχουν λίγη μαγεία στη ζωή τους; Πώς τη βγάζουν καθαρή ;

Δεν είναι τόσο πως την έχουν τη μαγεία οι άνθρωποι στη ζωή τους, αλλά μέσα τους. Η Θάλεια, ας πούμε, δεν την έχει «στο πιάτο» και «σκαλίζει» για να την βρει στα μικρά πράγματα και σε ανθρώπους που ίσως άλλοι θα θεωρούσαν βαρετούς ή τουλάχιστον αναμενόμενους. Όπως λέει και η ίδια, «όλοι έχουν έναν πατέρα, ένα θείο, δυο συμπεθέρες…», δεν είναι δα και κάτι μαγικό. Φαντάζομαι πως όλοι έχουμε παρατηρήσει ανθρώπους ανάμεσά μας που αναγκάζονται να την εφευρίσκουν τη μαγεία.

«Χρωματιστές μέρες, κανείς δεν ήξερε όπως εγώ πόσο πολύτιμες είναι αυτές οι μέρες που οι κανονικές οικογένειες τις ζουν και τις προσπερνούν». Σκέπτομαι απλοικά. Ίσως γιατί ξέρουν πως θα έλθουν κι άλλες χαρούμενες; Ίσως γιατί δεν έχουν ζήσει αρκετό πόνο;

Αυτό το προσπέρασμα είναι μεγάλη παγίδα. Είναι ο πλούτος της ζωής που ξεφεύγει μέσα από τα χέρια των ανθρώπων. Πολύ συμφωνώ μαζί σας, είναι συχνά χαρακτηριστικό εκείνων που δεν έχουν ζήσει πόνο. Το «πότε» είναι ο πόνος «αρκετός», δεν το ξέρω, σίγουρα, πάντως, ο άνθρωπος δεν αρκείται ποτέ στην ποσότητα της χαράς. Κι εκεί είναι που χάνει πολύ συχνά το ειδικό βάρος των μικρών στιγμών.

Κλείνοντας, ποια είναι η δική σας αίσθηση τώρα που το βιβλίο σας ολοκληρώθηκε; Πώς αισθάνεστε όταν βλέπετε το Τσάι σας στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου; Και ακόμα, ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ή αφήνετε χρόνο, ανάσες, ανάμεσα στα γραπτά σας;

Μοιράζομαι πλέον την ιστορία της Θάλειας με τον αναγνώστη. Είναι πολύ μεγάλη χαρά να βλέπω το Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις με το εξώφυλλό του από τις εκδόσεις Κάκτος, γεμάτο «τσάι και ενέργεια». Είμαι ακόμα πιο ευτυχής να βλέπω το βιβλίο μου να φεύγει από τα βιβλιοπωλεία, να διαβάζεται – και μακάρι να μπορούσα να κουβεντιάσω με τους αναγνώστες του. Αν όχι «πίνοντας τσάι», είναι εύκολο, το μέιλ μου είναι: mgpmarin@gmail.com.

Για μένα, είναι η ώρα “για το τσάι μου” και οποιεσδήποτε σημειώσεις για το μέλλον είναι μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Επιπλέον, όχι μόνο δεν γράφω, αλλά ούτε και διαβάζω βιβλία ταυτόχρονα. Όλα θέλουν την ανάσα τους, ωστόσο, ένα στίγμα για το μέλλον είναι “να τα πούμε σε τρίτο πρόσωπο”.

Κοινοποιήστε στα social media

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on email

Εταιρεία

ΕΠΩΝΥΜΙΑ : POLISPOST IKE
ΑΦΜ : 801189340
ΔΟΥ : ΓΡΕΒΕΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΕΜΗ : 151379218000